суббота, 26 января 2019 г.

Του Παναγιώτη Ι. Μπούμη Παρατηρήσεις στον Τόμο Αυτοκεφαλίας της Ουκρανικής Εκκλησίας

Του Παναγιώτη Ι. Μπούμη στην Romfea.gr
Ομότ. Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών

Ἐν πρώτοις θά ἤθελα νά εὐχαριστήσω ὅσους μοῦ ἔθεσαν ὑπ' ὄψιν τό κείμενο τοῦ Τόμου Αὐτοκεφαλίας τῆς οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καί γιά τήν παράκλησή τους νά διατυπώσω τή γνώμη μου καί τίς παρατηρήσεις μου ἐπ' αὐτοῦ. Θά μοῦ ἐπιτραπεῖ, λοιπόν, νά ἐκφράσω μετά σεβασμοῦ τή γνώμη μου καί νά ἐκθέσω μετά ταπεινοφροσύνης τίς παρατηρήσεις μου κατωτέρω:
Α
Ἐντύπωση, ἄν ὄχι ἔκπληξη, μοῦ προξένησε τό γραφόμενο στήν πρώτη παράγραφο τοῦ κειμένου: «Ἡ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία . . . συνίσταται ἀπό τῶν ἀποστολικῶν ἤδη χρόνων, ἐκ τῶν κατά τόπους καί χώρας Ἐκκλησιῶν, ἐσωτερικῶς αὐτοδιοικουμένων (ἡ ὑπογραμ. δική μας) ὑπό ἰδίους ποιμένας . . . ἤτοι τούς ἑκασταχοῦ ἐπισκόπους».
Αὐτό τό τονίζει πιό καθαρά καί εὔγλωττα ὁ μεγάλος βυζαντινός κανονολόγος καί Πατριάρχης Ἀντιοχείας Θεόδωρος ὁ Βαλσαμών ὡς ἑξῆς στήν ἑρμηνεία του στόν β΄ καν. τῆς Β΄ Οἰκουμ. Συνόδου: «Σημείωσαι οὖν ἀπό τοῦ παρόντος κανόνος, ὅτι τό παλαιόν πάντες οἱ τῶν ἐπαρχιῶν μητροπολῖται αὐτοκέφαλοι ἦσαν . . . » . Ἀλλά καί ὁ ἄλλος μεγάλος κανονολόγος ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης παρομοίως τόν ἴδιο χαρακτηρισμό «αὐτοκέφαλος» χρησιμοποιεῖ στήν ἑρμηνεία του στόν β΄ καν. τῆς Β΄ Οἰκουμ. Συνόδου , καί στήν ὑποσημείωση τοῦ η΄ καν. τῆς Γ΄ Οἰκουμ. Συνόδου, ὅπου γράφει: «Σημείωσαι ὅτι ἄνωθεν καί ἐξ ἀρχῆς ἀπό παλαιόν ἔθος ἐστάθη αὐτοκέφαλος ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ διοικήσει ἡ Κύπρος. Ἐπεκυρώθη δέ τοῦτο τό προνόμιον εἰς αὐτήν, τόσον . . . » .
Καί ἐνῶ ἀναγράφονται στήν πρώτη παράγραφο τοῦ Τόμου ἐκεῖνα, τά ὁποῖα μᾶς ὑπενθύμισαν αὐτά τῶν μεγάλων κανονολόγων, παραδόξως στή δεύτερη παράγραφο λέγεται: «Ὁρίζομέν τε καί ἀνακηρύττομεν, ἵνα σύμπασα ἡ ἐν τοῖς ὁρίοις τοῦ . . . Κράτους τῆς Οὐκρανίας περιλαμβανομένη Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία . . . ὑπάρχῃ τοῦ λοιποῦ κανονικῶς αὐτοκέφαλος, ἀνεξάρτητος καί αὐτοδιοίκητος».
Μήπως ἀντί τοῦ νά λέει ὁρίζομεν κανονικότερο θά ἦταν νά πεῖ ἀναγνωρίζομεν, καί ἀντί τοῦ νά πεῖ ἀνακηρύττομεν, νά πεῖ ἐπικυρώνουμε, ρῆμα πού χρησιμοποιεῖ καί ὑποδεικνύει καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης; Ἐκτός αὐτοῦ, μήπως ἡ διατύπωση «ὁρίζομεν καί ἀνακηρύττομεν» ὑποδηλώνει μία τάση ὑπερβολῆς ἤ ὑπεροχῆς ἤ καί ἐπιβολῆς;
Β
Εἶναι ὅμως σωστό, ὅταν στή δεύτερη παράγραφο λέει: « . . . μή ἐπιτρεπομένης προσθήκης τινός ἤ ἀφαιρέσεως τῷ αὐτοῦ (Μητροπολίτου Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας) τίτλῳ, δίχα τῆς ἀδείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως». Καί λέμε εἶναι σωστό, γιατί ἄν ἔχει κάθε τοπική Ἐκκλησία τό δικαίωμα νά ἀπαιτεῖ τήν αὐτοκεφαλία, ἤ μᾶλλον δικαιοῦται τήν ἀναγνώρισιν τῆς αὐτοκεφαλίας της, ὅμως δέν μπορεῖ νά προσθέτει μόνη της τόν τίτλο π.χ. τοῦ Πατριάρχου, ὁ ὁποῖος πρέπει νά ἀποδοθεῖ ἁρμοδίως ἀπό ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.
Μόνο θά σημειώναμε ὅτι ἐκεῖ πού λέει «δίχα τῆς ἀδείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως» ἔπρεπε νά προστεθεῖ «καί πάσης τῆς ἀνά τήν Οἰκουμένην Ἐκκλησίας». Μάλιστα αὐτή ἡ ἀρχή πρέπει νά παραφυλάσσεται γενικότερα ὄχι μόνο ἐπί Μητροπολιτῶν, ἀλλά ἀκόμη καί ἐπί Πατριαρχῶν.
Γ
Τίς ἴδιες ἤ ἀνάλογες ἐρωτήσεις-παρατηρήσεις μέ τίς προηγούμενες θά μποροῦσε κάποιος νά κάνει καί σέ ἐκεῖνο πού γράφεται στήν τρίτη παράγραφο τοῦ Τόμου: «Πρός τούτοις δέ τήν καθισταμένην διά τοῦδε . . . Συνοδικοῦ Τόμου . . . Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν». Αὐτό τό «καθισταμένην Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν» μήπως δέν κυριολεκτεῖ ἤ ὑπερβαίνει τά ἱστορικο-κανονικά δεδομένα, ὅπως εἴδαμε προηγουμένως;
Ἐπίσης στήν τρίτη παράγραφο λέει: «Ἀνακηρύττομεν (τήν Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν Οὐκρανίας) πνευματικήν ἡμῶν θυγατέρα καί πάσαις ταῖς ἀνά τήν οἰκουμένην Ὀρθοδόξοις Ἐκκλησίαις συνιστῶμεν ὡς ἀδελφήν».
Μήπως ἡ κάθε τοπική αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία εἶναι θυγατέρα-τέκνο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς μητρός (πρβλ. Β΄ Ἰω. 13) καί ὄχι μόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως; Ἄλλωστε τόν τίτλο μητέρα τῶν Ἐκκλησιῶν ἔχει ἤ διεκδικεῖ καί ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων. Πρβλ. Στό τροπάριο «Χαῖρε Σιών ἁγία μήτηρ τῶν Ἐκκλησιῶν».
Οὔτε μποροῦμε νά δεχθοῦμε βάσει καί τῶν ἱερῶν κανόνων ὅτι τά πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων εἶναι θυγατέρες τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Δ
Περαιτέρω στήν τετάρτη παράγραφο γράφεται: «Προσεπιδηλοῦμεν τοῖς ἀνωτέρω ὅτι ἡ ἐν Οὐκρανίᾳ Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία γινώσκει ὡς κεφαλήν τόν Ἁγιώτατον Ἀποστολικόν καί Πατριαρχικόν Οἰκουμενικόν Θρόνον ὡς καί οἱ λοιποί Πατριάρχαι καί Προκαθήμενοι».
Καί διερωτᾶται κανείς: Πῶς δηλώνεται χωρίς ἀμφιβολία ὅτι γινώσκει μία αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία «ὡς κεφαλήν τόν Οἰκουμενικόν Θρόνον» καί πολύ περισσότερον οἱ λοιποί Πατριάρχες; Καί μέσα στούς λοιπούς Πατριάρχες περιλαμβάνονται καί τά πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα;
Ἐπίσης στήν ἴδια τετάρτη παράγραφο λέει: «Προσέτι δέ (οἱ ἀρχιερεῖς τῆς Οὐκρανίας) ἐκλέγονται ἀπό τοῦ νῦν κατά τάς προβλέψεις τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων . . . ».
Εἶναι βέβαιο αὐτό ἤ προτρεπτικό; Ἀλλά ἐρώτημα εἶναι, καί τό γιατί τό ἐπαναλαμβάνει καί ἐδῶ, ἀφοῦ τό εἶχε γράψει καί στή δεύτερη παράγραφο καί μάλιστα πιό ὀρθά; Εἶχε γράψει: «Οὕτω γάρ διακυβερνηθήσονται τά τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ χώρᾳ ταύτῃ, ὡς οἱ θεῖοι καί ἱεροί διακηρύσσουν κανόνες . . . ».
Μήπως ὑπολανθάνει κάποια ἀβεβαιότητα; Μία ἐξήγηση πάντως εἶναι ὅτι ἰδίως ἀπό τήν παράγραφο αὐτή καί μετά τό κείμενο γράφτηκε μέ μειωμένη προσοχή, ἤ μέ κάποια ἀνησυχία καί βιασύνη.
Ε
Ἴσως καί γι' αὐτό -πάντως ἐπιτυχῶς- στήν πέμπτη παράγραφο μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ Τόμος τό τοῦ ἀποστόλου Παύλου λέγοντας «καί γάρ ἐδιδάχθημεν "τηρεῖν τήν ἑνότητα ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης" (Ἐφεσ. δ΄,3)».
Ἐλπίζω νά μήν παρεξηγηθῶ, ἀλλά ὡς «τεκνίον» (Α΄ Ἰω. 2,1 π.ἄ.) τῆς Ἰωαννείου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὀφείλω νά παρατηρήσω καί τά ἀκόλουθα μετά τήν ἐνδεχόμενη ἀνησυχία καί τήν ἀποστολική καί πατρική προτροπή «πρός ἑνότητα ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης».
ΣΤ
Ἔτσι στήν ἕκτη παράγραφο λέει: «Ὡσαύτως, ἡ ἐν Οὐκρανίᾳ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὑποχρεοῦται μετέχειν ἐπί σπουδαίων κανονικῶν, δογματικῶν καί λοιπῶν ζητημάτων, τῶν κατά καιρούς Διορθοδόξων διασκέψεων . . . ». Καί ὀρθῶς τό τονίζει καί τό ὑποδεικνύει. Ἀλλά λίγο πιό κάτω στήν ἴδια (ἕκτη) παράγραφο γράφεται: «Προκειμένου δέ περί μειζόνων ζητημάτων ἐκκλησιαστικῆς, δογματικῆς καί κανονικῆς φύσεως, ὁ Μακαριώτατος Μητροπολίτης Κιέβου . . . δέον ὅπως ἀπευθύνεται πρός τόν καθ' ἡμᾶς Ἁγιώτατον Πατριαρχικόν καί Οἰκουμενικόν Θρόνον, ἐκζητῶν τήν ἔγκυρον γνώμην καί βεβαίαν συναντίληψιν αὐτοῦ».
Καί ἐνῶ θά περίμενε κανείς νά προσθέσει «προκειμένου ὡς συντονιστής νά συγκαλέσει μία "τῶν κατά καιρούς Διορθοδόξων διασκέψεων (γράφε Συνόδων)"», ἀλλάζει αἰφνιδίως τήν συνέχεια τοῦ λόγου καί λέει: « . . . τῶν δικαιωμάτων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἐπί τῆς ἐν Οὐκρανίᾳ Ἐξαρχίας καί τῶν Ἱερῶν Σταυροπηγίων σῳζομένων ἀπαραμειώτων». Γιατί γίνεται αὐτό; Καί μήπως ἔτσι ἀναιρεῖται τό προλεχθέν καί ὑποδειχθέν στήν οὐκρανική Ἐκκλησία;
Ζ
Ἐπίσης, ἐνῶ ὑπάρχει ἔντονος ὁ κίνδυνος νά συμβαίνουν (συμβοῦν) αὐτά, στήν ὄγδοη παράγραφο λέει: «Ταῦτα οὕτω δόξαντα καί κριθέντα καί ἐν χαρᾷ ἐξαγγελλόμενα . . . ἐκδίδοται ὁ Πατριαρχικός καί Συνοδικός οὗτος Τόμος, καταστρωθείς μέν καί ὑπογραφείς . . . ἐγχειρισθείς δέ ἐν ἴσῳ καί ἀπαραλλάκτῳ τῷ Μακαριωτάτῳ Προκαθημένῳ τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας κυρίῳ Ἐπιφανίῳ . . . ».
Καί ἐδῶ πάλι θά λέγαμε ὅτι κάτι μέ προβληματίζει, κάτι δέν πάει καλά, ὄχι μεταξύ τῶν παραγράφων τοῦ Τόμου, ἀλλά μεταξύ τοῦ Τόμου καί τοῦ ἀνακοινωθέντος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τῆς 11-10-2018. Γιατί;
Ἐξηγούμαστε: Στό ἀνακοινωθέν ἐγράφετο ὅτι ἡ Πατριαρχική Σύνοδος «ἀπεφάσισε: 1) Νά ἀνανεώσῃ τήν ἤδη εἰλημμένην (= παρμένη) ἀπόφασιν ὅπως τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον χωρήσῃ εἰς τήν χορήγησιν αὐτοκεφαλίας εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας».
Καί γι' αὐτό εἴχαμε γράψει τότε στό ἄρθρο μας «Βασικές κανονικές ἀρχές ἐπιλύσεως τοῦ οὐκρανικοῦ ζητήματος» ὅτι «καλῶς δέν προχώρησε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στό Ἀνακοινωθέν (τῆς 11-10-2018) καί μίλησε γενικῶς καί ἀορίστως περί οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας καί δέν προσδιόρισε σέ ποιά μερίδα . . . παραχωρεῖται τό Αὐτοκέφαλο».
Καί εἴπαμε τότε «καλῶς», γιατί ὑπῆρχαν τρεῖς μερίδες: 1) Ἡ κανονική Σύνοδος ὑπό τόν ἀρχιεπίσκοπο Ὀνούφριο, 2) Ἡ θεωρούμενη σχισματική ὑπό τόν Φιλάρετο, καί 3) Ἡ χαρακτηριζόμενη τῶν ἀ(αὐτο)χειροτόνητων ὑπό τόν Μακάριο.
Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων τήν αὐτοκεφαλία τήν δικαιοῦται ὁ κανονικός ἀρχιεπίσκοπος-Μητροπολίτης, ὅπως ἄλλωστε ἐπιτάσσουν καί οἱ ἱεροί κανόνες η΄ τῆς Α΄ καί ιβ΄ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τούς ὁποίους ἀναφέραμε ἀναλυτικότερα στό προαναφερθέν ἄρθρο μας.
Η
Ἴσως ἰσχυρισθεῖ κάποιος ὅτι αὐτή ἡ ἀναγγελθεῖσα ἀπόφαση δέν ἀπηχοῦσε τή θέληση τῆς Συνόδου, τήν ἐπιθυμία καί τή βούληση τοῦ Πατριάρχου καί τῶν Πατριαρχικῶν, ἀλλά ἦταν τό γράμμα τῆς ἀποφάσεως (τῆς διατάξεως ἤ τοῦ νόμου θά λέγαμε ἀλλιῶς). Πιό συγκεκριμένα, θά ἰσχυριζόταν ὅτι οἱ Πατριαρχικοί εἶχαν ὑπ' ὄψιν (κατά νοῦν καί θέληση) τήν Ἐκκλησία (Σύνοδο) πού θά «γεννιόταν».
Ὅμως αὐτό δέν φαίνεται ὀρθό, γιατί θά ἔλεγε κάποιος ἄλλος ὅτι πρῶτα γεννιέται τό παιδί καί ὕστερα τό βαφτίζουμε μετά ἀπό μέρες μάλιστα (μόνο ὅταν εἶναι ἑτοιμοθάνατο κάνουμε τό λεγόμενο ἀεροβάπτισμα). Ὅτι στήν προκειμένη περίπτωση εἴχαμε καί ἕνα εἶδος βαπτίσματος, φαίνεται στή δεύτερη παράγραφο πού λέει γιά τόν Προκαθήμενο: « . . . φέροντα τόν τίτλον "Μακαριώτατος Μητροπολίτης Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας"».
Ἄς ἀφήσουμε ὅτι αὐτό ἐνισχύεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ ἀπόφαση αὐτή περί τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Οὐκρανίας δέν ἐλήφθη τώρα κατά τίς συνεδριάσεις τῆς Πατριαρχικῆς Συνόδου τῶν 9-11/10/2018. Αὐτή ἡ σύνοδος ἁπλῶς «ἀνανέωσε» —ἐνίσχυσε δηλαδή— μιά παλαιότερη (πότε;) προειλημμένη ἀπόφαση. Μήπως ἀπό τότε εἶχαν κατά νοῦν οἱ Πατριαρχικοί νά «ἀναγνωρίσουν» τό αὐτοκέφαλο σέ ἕνα μελλοντικό σῶμα; Δέν νομίζουμε ὅτι εἶχαν τέτοιους σκοπούς.
Ἄρα καταλήγουμε ὅτι ἡ αὐτοκεφαλία ἀνήκει στήν καί τότε κανονική Ἐκκλησία καί ὄχι σέ μία σχισματική. Πολύ περισσότερο μάλιστα πού τό «προειλημμένην ἀπόφασιν» τό λέει στήν § 1 γιά τήν αὐτοκεφαλία, καί ὄχι στήν § 3 πού μιλάει γιά τήν ἀποκατάσταση τῶν σχισματικῶν. Στό παρελθόν μάλιστα ἐπανειλημμένως δέν ἀνταποκρίθηκε τό Οἰκουμ. Πατριρχεῖο στίς σχετικές (ἕξι [;] φορές) αἰτήσεις τῶν σχισματικῶν πρός ἀποκατάσταση.
Ἄρα καί πάλι καταλήγουμε ὅτι ἡ αὐτοκεφαλία ἀνήκει στήν καί τότε ὑπάρχουσα κανονική Ἐκκλησία καί ὄχι σέ μιά πού θά «γεννιόταν». Ἄλλωστε οὔτε μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἀναγνωρίζω κάτι, τό ὁποῖο δέν ὑφίσταται.
Θ
Ἀλλ' ἄς ἐξετάσουμε τό θέμα καί ἀπό ἄλλη πλευρά: Λέμε, λοιπόν, ἐκτός τῶν προλεχθέντων, ὅτι σήμερα στά δημοκρατικά πολιτεύματα-καθεστῶτα κατά τήν ἑρμηνεία καί ἐφαρμογή τῶν νόμων λαμβάνεται ὑπ' ὄψιν τό γράμμα τοῦ νόμου καί ὄχι ἡ θέληση τοῦ νομοθέτη.
Γι' αὐτό καί ὁ καθηγητής τῆς Νομικῆς K. Engisch γράφει: «Ἐδῶ καί μερικές δεκαετίες ἡ λεγομένη ἀντικειμενική (κατά γράμμα) θεωρία ἑρμηνείας ἀρχίζει νά παίρνει τό προβάδισμα, καί μάλιστα σέ μιά προφανῶς παράλληλη πορεία μέ τή συνταγματική καί τή δημοκρατική ἀρχή» .
Καί τοῦτο γιατί δέν μποροῦμε νά γνωρίζουμε τή θέληση ἤ τίς ἐπιφυλάξεις καί προτιμήσεις καθενός πού ψήφισε μία ἀπόφαση.
Πολύ περισσότερο αὐτή ἡ ἑρμηνευτική ἀρχή ἰσχύει γιά τίς ἐκκλησιαστικές ἀποφάσεις τῶν συλλογικῶν ὀργάνων (Συνόδων), ὅπου ἐκεῖ παρεμβαίνει καί ἡ θέληση τοῦ Θεοῦ, ἐφ' ὅσον μάλιστα τόν ἐπικαλούμεθα μέ τήν ἐναρκτήριο προσευχή. Ἀλλά ποιός γνωρίζει τή θέληση καί τό νοῦ τοῦ Θεοῦ;
Ἑπομένως στά δημοκρατικά-συνοδικά ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ἑρμηνεύουμε ἀντικειμενικῶς —κατά γράμμα— τό νόμο, μία ἀπόφαση, καί ὄχι ὑποκειμενικῶς μέ τήν τυχόν ὑποτιθέμενη βούληση τῶν προσώπων, τῶν συνοδικῶν. Μόνο στά μονοπρόσωπα ἀνθρώπινα νομοθετικά ὄργανα, ὅπως εἶναι ἡ μοναρχία, ἡ δικτατορία κ.τ.τ. ὅμοια, μποροῦμε ἴσως νά ἀνιχνεύσουμε τή βούληση-θέληση τοῦ νομοθέτη.
Ἑπομένως καί κατ' οὐσίαν καί κατά θείαν πρόνοιαν, καί πάλι λέμε, ὅτι ἡ αὐτοκεφαλία ἀνήκει καί πρέπει νά ἀναγνωριστεῖ στήν κανονική μερίδα τῆς οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας.
Ι
Τέλος, αὐτή ἡ νομοκανονική διέξοδος ἐνισχύεται καί ἀπό τούς λόγους τοῦ Οἰκουμ. Πατριάρχου Βαρθολομαίου καί τοῦ ἐπισκόπου Ἐπιφανίου «περί ἐκκλησιολογικῶν κριτηρίων» καί περί «ἀποδοχῆς τῶν ἱερῶν κανόνων», οἱ ὁποῖοι ἐλέχθησαν «ἀνήμερα τά Θεοφάνεια» κατά τήν «ἐπίσημη ἀπονομή ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαῖο, τοῦ Τόμου Αὐτοκεφαλίας τῆς ἐν Οὐκρανίᾳ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» (Ἡ Καθημερινή τῆς 8-1-2019, σελ. 5).
Ἔτσι διευκολύνεται καί λύνεται τό οὐκρανικό πρόβλημα. Ὁ Θεός ἐνδιαφέρεται καί προνοεῖ γιά τήν Ἐκκλησία Του· ἐμεῖς οἱ ἐκκλησιαστικοί (χριστιανοί) τί κάνουμε, ἤ τί θά κάνουμε;

вторник, 22 января 2019 г.

Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία χωρίς θρησκευόμενους



Δημοσίευμα: Εφημερίδα «Vedomosti» | www.vedomosti.ru

Γράφει ο ειδικός Θεολόγος Sergei Chapnin για τις συνέπειες της σύγκρουσης της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο για τους απλούς πολίτες

Η Αυτοκεφαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας θέτει ενόψει της ρωσικής ορθοδοξίας ένα σοβαρό ζήτημα: τι συγκεκριμένα προτείνει στη σύγχρονη ρωσική κοινωνία η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία; Δεν σφάλλω, εννοώ τη ρωσική κοινωνία.

«Οι πνευματικοί δεσμοί», «ο ρωσικός κόσμος» και «οι παραδοσιακές αξίες» ως «στοιχεία-κλειδιά» για τη νέα ορθόδοξη ιδεολογία αποτέλεσαν στοιχεία σύγκρουσης, η οποία έχει όχι μόνο εκκλησιαστική, πολιτισμική, αλλά ακόμη και πολιτική διάσταση.

Δεν είναι όλοι έτοιμοι στην Ουκρανία να δεχθούν αυτή την ιδεολογία, να την «εισάγουν σαν το πετρέλαιο», σε ωμή μορφή.

Επιπλέον, προκαλεί ευθεία και ανοικτή αντίσταση. Και τι συμβαίνει στην ίδια τη Ρωσία; Μπορούμε να μιλήσουμε για μια σταθερή συναίνεση, έστω στο εσωτερικό της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας;

Η εκ νέου συζήτηση παραδόξως σχετίζεται με τη σύγκρουση γύρω από την παραχώρηση της αυτοκεφαλίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας.

Συγκεκριμένα, με την απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας για την διακοπή της ευχαριστιακής κοινωνίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Η διακοπή της ευχαριστιακής κοινωνίας αποτελεί το πιο ακραίο, ριζοσπαστικό μέσο στην εκκλησιαστική πολιτική.

Προϋποθέτει την διακοπή των κοινών προσευχών και πρωτίστως της κοινής λειτουργίας από τους επισκόπους και ιερείς των δυο Εκκλησιών, καθώς και για τους θρησκευόμενους πολίτες την πλήρη απαγόρευση συμμετοχής στην Θεία Ευχαριστία, δηλαδή στην κοινωνία, στους ναούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε όλες τις χώρες του κόσμου.

Αυτά τα αυστηρά απαγορευτικά μέτρα, που αφορούν το εκάστοτε μέλος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, προκάλεσαν συζητήσεις αφενός μεν θεολογικού, αφετέρου δε εκκλησιαστικού - πρακτικού χαρακτήρα, οι οποίες σχετίζονται ευθέως με την αντίληψη της Εκκλησίας ως κοινωνίας των πολιτών και την ανάλυση των καθιερωμένων πρακτικών της εκκλησιαστικής διοίκησης και των αρχών, στους οποίους αυτή βασίζεται.

Στην προκειμένη περίπτωση επιχειρείται η μονομερής εμπλοκή των ιερέων και πιστών της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην διοικητική-πολιτική σύγκρουση μεταξύ του Πατριάρχη Κύριλλου και του Πατριάρχη Βαρθολομαίου.

Ο Πατριάρχης Κύριλλος εμβαθύνει тην σύγκρουση σε μεγάλο βαθμό και διευρύνει τα σύνορά της.

Το πρόβλημα αυτών των ριζοσπαστικών αποφάσεων έγκειται στο γεγονός, ότι δεν μπορεί να προβλέψει κανείς τις συνέπειές τους.

Το πιθανότερο είναι αυτές οι αποφάσεις να μην μπορέσουν να επηρεάσουν τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο και την κατάσταση στην Ουκρανία, αλλά στους κόλπους της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας η απόφαση της Συνόδου της ήδη είχε σοβαρές επιπτώσεις, παραβιάζοντας τους κανόνες του παιχνιδιού που εκ των πραγμάτων (de facto) έχουν δημιουργηθεί στην Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία μεταξύ των επισκόπων, κληρικών και των θρησκευόμενων.

Στο μεταξύ, παραβάτης αυτών των άγραφων νόμων αποτέλεσε το ίδιο το όργανο της ανώτατης εκκλησιαστικής εξουσίας δηλαδή η Ιερά Σύνοδος.

Στην απόλυτη πλειοψηφία των περιπτώσεων η Σύνοδος ασχολείται καθαρά με τα «εταιρικά» προβλήματα: διόριζε τους ηγούμενους, ευχαριστούσε τους περιφερειάρχες για την οικονομική και διοικητική στήριξη των επισκέψεων του Πατριάρχη, ενέκρινε τα συμπεράσματα των διεθνών συνεδρίων, μετακινούσε τους επισκόπους από τη μια έδρα στην άλλη κ.ο.κ.

Οι θρησκευόμενοι πολίτες δεν ενδιαφέρονταν για τις αποφάσεις της Συνόδου, γνωρίζοντας ότι αυτές δεν αγγίζουν και δεν μπορούν να αγγίξουν την προσωπική τους εκκλησιαστική ζωή.

Και ξαφνικά, ήρθε ουρανοκατέβατη η απόφαση για την διακοπή της ευχαριστιακής κοινωνίας. Αυτή αφορά τους πάντες και σημαίνει κατ’ ουσίαν, ότι οι προσκυνητές δεν μπορούν να κοινωνήσουν ούτε στο Άγιο Όρος, ούτε στα Ιεροσόλυμα, ούτε στο Παρίσι και σε κανένα άλλο μέρος, εφόσον εκεί λειτουργεί ιερέας του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Σε περίπτωση παραβίασης της απόφασης της Συνόδου οι θρησκευόμενοι, όπως εξηγούν οι εκκλησιαστικοί γραφειοκράτες, πρέπει να μετανοήσουν βαθιά κατά την εξομολόγηση.

Στο μεταξύ, πρέπει να μετανοήσουν για τις πιο φυσικές για τον χριστιανό ορθόδοξο πράξεις: την συμμετοχή στη λειτουργία και την κοινωνία των Ιερών Μυστηρίων.

Με άλλα λόγια, ο Πατριάρχης Κύριλλος και η Σύνοδός του εισέβαλλαν στη ζωή του κάθε χριστιανού ορθόδοξου όχι με λόγια στήριξης ή με τις αποφάσεις για να στηρίξουν την πίστη και τις καλές σχέσεις, αλλά με την σκληρή, θεολογικά αβάσιμη, απαγόρευση, στην προσπάθεια του να εμπλέξει τους θρησκευόμενους στην εκκλησιαστική πολιτική και την απαίτηση προς καθένα προσωπικά να συγκρουστεί με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Για πολλούς η πρώτη αντίδραση σ’ αυτή την απόφαση ήταν η αμηχανία, αλλά αργότερα δεν ήταν όλοι που συμφώνησαν με τη στάση της Συνόδου.

Είναι προφανή τα πολιτικά κίνητρα και η μεγάλη απροθυμία να εξοφλεί προσωπικά ο καθένας την αποτυχημένη εκκλησιαστική πολιτική του Πατριάρχη Κυρίλλου και του Μητροπολίτη Ιλαρίωνα.

Φυσικά, προέκυψε και το λογικό ερώτημα: ποιος και πώς προτίθεται να τιμωρήσει τους θρησκευόμενους πολίτες, οι οποίοι θα δείξουν ανυπάκουή στην Σύνοδο;

Η διαδικασία αυτή δεν αναγράφεται στις αποφάσεις της, ενώ τα πρώτα σχόλια, τα οποία προανέφερα, μαρτυρούν μόνο την ανάγκη να μετανοήσουν κατά την εξομολόγηση, δηλαδή αφήνουν αυτό το θέμα στην ευχέρεια του κάθε μετανοημένου.

Το ζήτημα είναι πιο βαθύ: πως μπορεί κανείς να επιβεβαιώσει ότι ο θρησκευόμενος Πιότρ Ιβανόβ είναι πράγματι μέλος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και για εκείνον οι αποφάσεις της Συνόδου έχουν υποχρεωτική ισχύ; Η απάντηση ακούγεται σοκαριστική και αιφνίδια: με κανένα απολύτως τρόπο.

Οι επίσκοποι, ιερείς και εκκλησιαστικοί γραφειοκράτες έχουν έγγραφα, που επιβεβαιώνουν ότι αποτελούν μέλη της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενώ η πλειοψηφία των πολιτών δεν έχουν τέτοια πιστοποιητικά.

Πρακτικά, οι κατά τόπους ορθόδοξες εκκλησίες έχουν φιξαρισμένο (καταγεγραμμένο) αριθμό μελών στις ενορίες, δηλαδή οι ενορίτες δεν είναι εκείνοι, που ήρθαν στο ναό στη λειτουργία, αλλά εκείνοι, που μπήκαν στην ενορία και συμφώνησαν να έχουν καθήκοντα για την συντήρηση του ναού και του ιερέα.

Δεν υπάρχει τίποτα ανάλογο στην Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Το καταστατικό της αναφέρεται με ασαφές και ατημέλητο τρόπο στο κανονικό καθεστώς τις μεγαλύτερης ομάδας στην Εκκλησία, των θρησκευόμενων.

Αυτό σημαίνει, ότι οι θρησκευόμενοι πολίτες στη Ρωσία μπορούν να θεωρούν τους εαυτούς τους μέλη της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενώ παραδείγματος χάρη, στην Τουρκία και στις ΗΠΑ ως μέλη του Οικουμενικού Πατριαρχείου και να κοινωνούν εκεί με την ησυχία τους.

Στη διάρκεια των τελευταίων 10 ετών, δηλαδή καθ’ όλη τη διάρκεια της Πατριαρχικής θητείας του Πατριάρχη Κυρίλλου, στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία αθόρυβα διεξήχθη τεράστια εκκλησιαστική-διοικητική μεταρρύθμιση – η κατάργηση του Ενοριακού Συμβουλίου ως οργάνου, που διοικεί (ρυθμίζει) την δραστηριότητα και την περιουσία της κοινότητας, ενώ τώρα όλη η ευθύνη να βαραίνει αποκλειστικά τον ιερέα.

Σε κάποια μέρη αυτό ισχύει ανεπίσημα, αλλά σε πολλούς ναούς παγιώνεται στο επίπεδο του καθεστώτος –οι ενοριακοί ναοί μαζικά μετεγγράφονται ως «πατριαρχικά μετόχια».
Το Ενοριακό Συμβούλιο σε τέτοιους ναούς απλώς έχει καταργηθεί και ο ηγούμενος εκ μέρους του Πατριάρχη διαχειρίζεται τα πάντα μονομερώς. Αυτό δεν συνέβη τυχαία.
Μπορεί κανείς να ανιχνεύσει με ευκολία την πρόθεση του Πατριάρχη Κύριλλου: η Εκκλησία χρειάζεται την σκληρή όπως και στο κράτος κατακόρυφη ιεραρχία: η σύνοδος των Επισκόπων, η Ιερά Σύνοδος, η δια-Συνοδική παρουσία, όλα αυτά καλούνται να μιμηθούν τη συνοδικότητα, αλλά σε καμία περίπτωση να μην την εφαρμόσουν στην πράξη.

Οποιοσδήποτε λιγότερο ή περισσότερο ξεκάθαρος ορισμός του καθεστώτος των θρησκευόμενων πολιτών θα επιφέρει περιορισμό της παντοδυναμίας του Πατριάρχη, των επισκόπων και του κλήρου, επειδή προϋποθέτει την ανακατανομή των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων.

Γι’ αυτό το λόγο είναι αδύνατο να προϋποθέσουμε καν, ότι ο Πατριάρχης Κύριλλος θα προβεί στην αλλαγή του καθεστώτος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Εδώ εγκυμονεί κινδύνους να πειράξει κάτι: ακόμη και μια μικρή «φιλελευθεροποίηση» περιέχει το κίνδυνο της αναδόμησης της κατακόρυφης ιεραρχίας, την οποία εκείνος οικοδομούσε από τις πρώτες ημέρες της πατριαρχικής του θητείας.

Εν κατακλείδι, όπως στο παραμύθι του Άντερσεν: «Ο βασιλιάς είναι γυμνός!» Όλα τα λόγια του Πατριάρχη Κυρίλλου για το ότι ηγείται της μεγαλύτερης στον κόσμο ορθόδοξης εκκλησίας αποτελεί μύθο.

Διοικεί μερικούς εκατοντάδες επισκόπους και δυο-τρεις χιλιάδες ιερείς. Ναι, δεν είναι λίγοι, αλλά μέχρι εκεί.

Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία σήμερα αποτελεί μια εκκλησία χωρίς ενορίες και θρησκευόμενους.

Το επίπεδο της ανεξαρτησίας των ενοριών (όχι τόσο της κοινότητας όσο της διοικητικής μονάδας) από την αυθαιρεσία της εκκλησιαστικής ιεραρχίας είναι τόσο μηδαμινό, ώστε είναι αδύνατη η αντίσταση σ’ αυτή την απόλυτη αυθαιρεσία και ως εκ τούτου, η εκκλησιαστική εξουσία μπορεί εύκολα να αγνοήσει την άποψη των ενοριών και των θρησκευόμενων.

Μέχρι πρόσφατα ο Πατριάρχης Κύριλλος και η Ιερά Σύνοδος ήταν τόσο αποκομμένοι από τη ζωή της Εκκλησίας, ώστε δεν μπορούσαν να κατανοήσουν πλήρως πόσο μεγάλο είναι το χάσμα που δημιουργήθηκε μεταξύ αυτών και του εκκλησιαζόμενου λαού.

Η στιγμή της αλήθειας θα φθάσει, όταν οι θρησκευόμενοι δηλώσουν ανοιχτά, ότι οι αποφάσεις της Συνόδου γι’αυτούς δεν είναι υποχρεωτικές.

Θα αποφασίζουν μόνοι τους αν θα ακολουθήσουν ή όχι τις απαγορεύσεις, στη διαμόρφωση των οποίων οι ίδιοι δεν ασκούν καμία επιρροή.

Η ανοικτή έκκληση στον Πατριάρχη με την παράκληση να ανακαλέσει τη διακοπή της ευχαριστιακής κοινωνίας υπογράφηκε από 3000 άτομα, αλλά ούτε ο Πατριάρχης ούτε τα υπόλοιπα μέλη της Συνόδου δεν αντέδρασαν με κανένα τρόπο.

Ύστερα από 30 χρόνια «δυναμικής αναγέννησης» η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία ξαναβρέθηκε σε βαθιά κρίση.

Δεν μπορεί να επηρεάσει ουσιαστικά τη ζωή της κοινωνίας καθώς και να αποτελέσει σημείο αναφοράς για την ανάπτυξη της νέας ενεργής συμμετοχής των πολιτών επίσης.

Η εκκλησιαστική ιεραρχία απομονώθηκε από τους θρησκευόμενους πολίτες και προτίμησε την ένωση με το κράτος, ενώ οι πολίτες αναζητούν εναλλακτικές μορφές (πλαίσια) για την προσωπική τους συμμετοχή στην εκκλησιαστική ζωή και, αν δεν υπάρχει δίπλα μια ισχυρή ενωμένη κοινότητα, επιλέγουν ένα είδος ορθόδοξου ατομικισμού (προσεύχομαι, πηγαίνω στο ναό, αλλά εκεί δεν συναναστρέφομαι στην ουσία με κανέναν, ενώ για τον πατριάρχη δεν θέλω ούτε να ακούσω).

Θα γίνει ή όχι αυτή η διάθεση κυρίαρχη; Προς το παρόν είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς, αλλά θα αποσαφηνιστεί στα επόμενα χρόνια.

pawellvasiliev Κανονικό νόημα των ενεργειών του Φαναριού στην Ουκρανία. Η απάντηση στον πρωτοδιάκονο Κωνσταντίνο Μάρκοβιτς


 Το πρωτότυπο βλ.
 
 η πρόχειρη μετάφρασή μου στα ρωσικά.

Ο πρωτοδιακονος Κωνσταντίνο Μάρκοβιτς με επιχειρήματα απάντησε σε μένα στο fb και τον ευχαριστώ πολύ
Γράφει:
«Με προκατάληψη έκρινε τις λεπτομέρειες( εδώ συμφωνώ) o κ-ς Βασίλιεφ, αλλά δεν είπε τίποτα περί των δυο βασικών μου επιχειρημάτων: 1) ο Φιλάρετος έχει χάσει το δικαίωμα του έκκλητου εφόσον δεν έκανε υπακοή στην συνοδική απόφαση της καθαιρέσεως και συνέχισε την σχισματική δραστηριότητα, 2. Οι αποφάσεις των αρχιερατικών συνόδων υπό την προεδρία των «πατριαρχων των δοιηκησεων» δεν δέχονται έκκλητο. Γι΄αυτό ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος & Co,  ο ίδιος έκανε την κανονική παραβίαση και εμπίπτει στο ανάθεμα»



Κατά την διάρκεια της μικρής κουβέντας έγινε κατανοητό ότι ο π. Κωνσταντίνος δεν καταλαβαίνει πλήρως το κανονικό νόημα των πράξεων της Κωνσταντινουπόλεως. Νομίζει πως ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος δέχτηκε έκκλητο από τον Φιλάρετο(Ντενισενκο) περί των υποθέσεων των προ πολλού περασμένων ημερών δηλ. Περί της καθαιρέσεως του(01.06.1992) και περί του αναθέματος του(21.02.1997) από τον αρχιερατική Σύνοδο της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αυτές τις αποφάσεις όπως νομίζει ο.π. Κωνσταντίνος παρανόμως ακυρώθηκαν και οι σχισματικοί παρανόμως αποκαταστάθηκαν στις υπάρχουσες βαθμίδες ιεροσύνης(16.11 2017). Η βάση για να δεχτούν το έκκλητο είναι το δικαίωμα του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως βάσει των 9-του και 17-μου κανόνων της ΄Δ οικουμενικής Συνόδου( με παραπομπή στους κανόνες της Συνόδου της Σαρδικής)

Στην πραγματικότητα δε, το Φανάρι δέχτηκε από τον Ντενισένκο έκκλητο περί της  πραγματικής αρνήσεως της Ρωσικής Εκκλησίας να εξετάζει τη δυνατότητα ειρήνης(ενώσεως) στην γνωστή «Επιστολή μετάνοιας" του.
 (16.11 2017).

Ως αποτέλεσμα της επανεξετάσεως της εν λόγω υποθέσεως ο ευρισκόμενος υπό το κανονικό αναθεματισμό αρχηγός των σχισματικών και οι οπαδοί του, συγχωρέθηκαν και πάρθηκε απόφαση να γίνουν δεκτοί στην Εκκλησιαστική κοινωνία. ¨Έχει ανατεθεί στην Συνοδό του μοσχοβίτικου πατριαρχείου να ενεργοποιήσει την δικαστική απόφαση αυτή. Όμως λόγω μετοχής της Συνόδου στην ουκρανική πολεμική σύγκρουση στο πλευρό της Ρωσίας, έχει διαπιστωθεί η αδυναμία της να θεραπεύσει το σχίσμα.

Η Ρωσία ως υπεύθυνη για την σημερινή αρρωστημένη κατάσταση στην Ουκρανία δεν είναι σε θέση να λύσει το πρόβλημα,  γι΄αυτό το Οικουμενικό πατριαρχείο πήρε την πρωτοβουλία για την λύση του προβλήματος βάσει των αρμοδιοτήτων που του δόθηκαν από τις Ιερές Κανόνες και της ευθύνης που έχει επί της μητροπόλεως του Κίεβου της δικαιοδοσίας του, αφού έλαβε την αίτηση από την ουκρανική κυβέρνηση καθώς και επαναλαμβανόμενες προσφυγές έκκλητου από τον «πατριαρχη» του Κίεβου Φιλάρετου περί της επανεξετάσεως της υποθέσεώς του" ( οι εξηγήσεις του Πατριάρχη)[1]

Γι΄αυτό το λόγο για να εκπληρώσει την δικαστική απόφαση η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως   ακύρωσε την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1686 και αποκατέστησε την δικαιοδοσία της στην Ουκρανία. Μέσα στον Σταυροπήγιο της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως ο Φιλάρετος Ντενισενκο και οι άλλοι κληρικοί αποκαταστάθηκαν στην αρχιερατική και ιερατική τους ιδιότητα.
Το ότι δεν έγινε νομιμοποίηση των σχισματικών αλλά η ένωση τους δια μετάνοιας μπορούμε να μάθουμε από την επιστολή του Πατριάρχη Βαρθολομαίου προς τον μητροπολίτη Αντώνιου Πακανιτς:  

 «Έχετε υπ’ όψιν τις αποφάσεις της πρώτης Οικουμενικής Συνόδου, της έβδομης κ.ο.κ. σχετικά με την αποδοχή σχισματικών που βαπτίζονται εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος; Διαβάστε, σας παρακαλώ! Επίσης: έχετε κοινωνία με την Εκκλησία της Βουλγαρίας. Και το Φανάρι. Το 1945 κατά την αποκατάστασή τους αναχειροτονήθηκαν αυτοί που είχαν μπει σε επιτίμιο αφορισμού από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο του 1872; Όχι ασφαλώς! Έστειλαν επιστολή μετανοίας; Όχι! Μόνο πρόθεση να ενωθούν με την κανονική Εκκλησία.»

Τα τελευταία λόγια σημαίνουν ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης έβαλε στον Φιλάρετο μόνον έναν όρον: «να επαναφέρει το ποίμνιό του στα σπλάγχνα της κανονικής Εκκλησίας". 

Να θυμίσω ότι ακριβώς αυτό απαιτούσε από τον σχισματικό Νοβατιανό ο Άγιος Διονύσιος, Γράφει στην επιστολή του προς τον σχισματικό Νοβατιανό:

 « εάν εσύ χωρίς την θέλησή σου βρέθηκες σε τέτοια θέση,  όπως ισχυρίζεσαι, μπορείς να το αποδείξεις αν επιστρέψεις στην Εκκλησία με την θέληση σου...Αν και τώρα ακόμα μπορείς να πείσεις ή ν΄ αναγκάσεις τους αδελφούς να επιστρέψουν στην ομόνοια, το κατόρθωμα σου θα ήταν μεγαλύτερη  από το έγκλημα, και το έγκλημα θα ακυρωνόταν, και το κατόρθωμα θα επαινείτο. Αν δεν το καταφέρεις λόγω παρακοής των αδελφών προσπάθησε τουλάχιστον να σώσεις την δική σου ψύχη»[2]

Όπως βλέπουμε ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος ενήργησε σύμφωνα με την κανονική παράδοση του Αγίου Διονυσίου. Εάν ο Φιλάρετος ισχυρίζεται ότι δεν ήθελε να κάνει σχίσμα, αλλά έγινε θύμα των περιστάσεων μπορεί να το αποδείξει αν επαναφέρει την «Ουκρανική Εκκλησία του κιεβινού πατριαρχείου» στην κανονική Εκκλησία. Αυτή είναι η αληθινή πραγματική μετάνοια! Έχει εξαλείψει την αμαρτία του σχίσματος και συνέβαλε στο να αποκατασταθούν οι του Φιλάρετου εν υπάρχουσα ιεροσύνη σύμφωνα με τον Α΄κανονα του Βασιλείου του Μεγάλου :
 Ἔδοξε τοίνυν τοῖς ἐξ ἀρχῆς, τὸ μὲν τῶν αἱρετικῶν παντελῶς ἀθετῆσαι, τὸ δὲ τῶν ἀποσχισάντων, ὡς ἔτι ἐκ τῆς Ἐκκλησίας ὄντων, παραδέξασθαι, τοὺς δὲ ἐν ταῖς παρασυναγωγαῖς, μετανοίᾳ ἀξιολόγῳ καὶ ἐπιστροφῇ βελτιωθέντας, συνάπτεσθαι πάλιν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὥστε πολλάκις καὶ τοὺς ἐν βαθμῷ συναπελθόντας τοῖς ἀνυποτάκτοις, ἐπειδὰν μεταμεληθῶσιν, εἰς τὴν αὐτὴν παραδέχεσθαι τάξιν."[3]
Με τον τρόπο αυτό και τα δυο επιχειρήματα του πατρός Κωνσταντίνου ακυρώνονται


1) Συνεχίζοντας να ιερουργεί μετά από την καθαίρεση, γράφει ο.π.Κ, ο Φιλάρετος έχασε το δικαίωμα το έκκλητου. Ας υποθέσουμε ότι είναι έτσι. Όμως ένας σχισματικός ποτέ δεν χάνει το δικαίωμα να μετανοήσει ναι να συγχωρεθεί. (Λουκ 17:3)
2) Οι αποφάσεις των αρχιερατικών συνόδων υπό την προεδρία των «πατριαρχων των δοιηκησεων» δεν δέχονται έκκλητο ισχυρίζετο ο.π.Κ. Είναι παρά πολύ αμφίβολο. Όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση το Φανάρι δεν ακύρωσε καμία από τις προηγούμενες αποφάσεις της Ρωσικής Εκκλησίας. Όλες αναγνωρίστηκαν ως νόμιμες. Γι αυτό το λόγο δεν χρειάστηκε νομική διαδικασία, στην οποία θα ελάμβαναν μέρος οι εκπρόσωποι της κατηγόριας και συνηγορίας. Η υπενθύμιση της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως ότι το ανάθεμα στον Φιλάρετο δεν ήταν για δογματικούς λόγους, σημαίνει όχι την ακύρωση αλλά το ότι το Φανάρι ορίζει την Oυκρανική Εκκλησία του κιεβινού πατριαρχείου» ως παρασυναγωγή δηλ. ως σχίσμα δίχως να συντρέχουν οι δογματικοί λόγοι. Απ΄αυτό προέκυψε και ο τρόπος με τον όποιον έγιναν δεκτοί.

 Ως αποτέλεσμα το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατάφερε όχι μόνο  να επαναφέρει εκατομμύρια Ουκρανών στην Εκκλησία (αποκτώντας αιωνία δόξα όχι από τους ανθρώπους αλλά από τον ίδιο τον Θεό!), αλλά και σεβάστηκε απόφαση της αρχιερατικής Συνόδου της Ρωσικής Εκκλησίας, και έτσι θεμελίωσε την μελλοντική συμφιλίωση με την Μόσχα. Έδειξε ευσπλαχνία και αληθινή πνευματική σοφία μέσα στην οποία γνωρίζεται η Κρίση του Θεού.


[1] https://www.uocofusa.org/news_180901_1.html
[2] https://azbyka.ru/otechnik/Dionisij_Aleksandrijskij/k_novatsianu/

[3] http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/regulations/various_regulations.html

e-homo religiosus: Η καυλοτόμηση ως ποινή για παιδόφιλους & ομοφυλόφι...

e-homo religiosus: Η καυλοτόμηση ως ποινή για παιδόφιλους & ομοφυλόφι... : Ἐν αὐτῷ δὲ τῷ χρόνῳ διεβλήθησάν τινες τῶν ἐπισ...