Απάντηση σε αναπόδεικτες κατηγορίες επί Νεστοριανισμώ από Χριστιανική Αδελφότητα
ΙΕΡΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ
ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη
16η Ιουνίου 2014.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΑΝΑΠΟΔΕΙΚΤΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
ΕΠΙ ΝΕΣΤOΡΙΑΝΙΣΜΩ ΑΠΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ
ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ
Δεν
είχαμε την πρόθεση να επανέλθουμε στο προ δύο περίπου μηνών ανακύψαν ζήτημα του
Θεοπασχητισμού, εξ αφορμής άρθρου του αγαπητού κ. Α. Παπαθανασίου, διότι είχαμε
σχηματίσει την εντύπωση, ότι το θέμα πλέον έληξε. Ωστόσο το θέμα αυτό ανεκίνησε
και πάλιν η Ορθόδοξη χριστιανική αδελφότητα «ο Σωτήρ», με πρόσφατη
δημοσίευσή της (5.6.2014), χωρίς να μας κατονομάζει. Στα όσα γράψαμε, «βλέπει»
διατυπώσεις όχι απλώς «αδόκιμες δογματικώς», αλλά και «αιρετική
κακοδοξία που καταλύει την καρδιά του χριστολογικού μυστηρίου και ξεπερνάει ακόμη
και τις πιο ακραίες αντιλήψεις των αιρετικών Νεστοριανών.
Γι’ αυτό τον
λόγο θεωρούμε υποχρέωσή μας να απαντήσουμε. Εκφράζουμε την πικρία μας,
διότι η ως άνω αδελφότης διατυπώνει
βαρύτατες κατηγορίες εναντίον μας, αφοριστικώ τω τρόπω, χωρίς να κάνει τον κόπο
να τις αποδείξει, παραθέτοντας μαρτυρίες από τους αγίους Πατέρες και την
δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Λυπούμεθα για τις αναπόδεικτες αυτές κατηγορίες
επί «νεστοριανισμώ», όχι διότι διεκδικούμε το αλάθητο των απόψεών μας, αλλά
διότι πιστεύουμε ότι αυτές στηρίζονται στη διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας
μας. Δεχόμαστε βεβαίως ότι ίσως απαιτείτο περαιτέρω ανάλυση των εννοιών και των
σκέψεών μας.
Επισημαίνει
η ως άνω αδελφότητα συγκεκριμένες φράσεις μας που, κατά τη άποψή της, παραπέμπουν
σαφώς στην αίρεση του Νεστοριανισμού. Γράφει ότι η φράση μας: «όμως
επί του σταυρού δεν έπαθε ο Θεάνθρωπος, αλλά η ανθρωπίνη φύσις του Θεανθρώπου»,
είναι «καθαρός Νεστοριανισμός!». Πως όμως βγάζει ένα τέτοιο συμπέρασμα;
Θα έπρεπε να μας εξηγήσει, που βρίσκει την κακοδοξία στην παρά πάνω φράση.
Ο
Νεστόριος ανέπτυξε μια Χριστολογία, στην οποία δεν
δεχόταν υποστατική ένωση των δύο εν Χριστώ φύσεων, αλλά μόνον μια κατά «συνάφειαν»
ένωση. Ξεκινούσε από την φιλοσοφική αφετηρία, ότι όπου υπάρχει μία
φύσις εκεί υπάρχει και ένα πρόσωπο. Όπου υπάρχουν δύο φύσεις εκεί υπάρχουν δύο
πρόσωπα. Μόνον ομοειδείς (κτιστές) φύσεις -ουσίες είναι δυνατόν να ενωθούν
μεταξύ των, «οπότε διά της ενώσεως δημιουργείται μια νέα ουσία, αφού τα δύο
ενούμενα στοιχεία χάνουν την αυτοτέλειάν των. Οι ετεροειδείς φύσεις (Θεία και
ανθρωπίνη), μόνον εις συνάφειαν είναι δυνατόν να έλθουν».[1] Έτσι
κατά την γνώμη του «άλλο είναι ο Θεός Λόγος και άλλο ο άνθρωπος Ιησούς. Το τριμηνιαίον παιδίον
είναι άνθρωπος, όχι Θεός. Ο περιβληθείς τον ακάνθινον στέφανον και υπομείνας τριήμερον
τελευτήν είναι άνθρωπος, όχι Θεός».[2] Που λοιπόν η ως άνω αδελφότης «βλέπει» στην
παράπάνω φράση μας, (η και σε όλο το άρθρο μας), άρνηση της υποστατικής ενώσεως
των δύο εν Χριστώ φύσεων στην υπόσταση του Θεού Λόγου και χωρισμό των δύο εν
Χριστώ φύσεων σε δύο υποστάσεις; Η εν λόγω φράση μας ελέχθη προς διόρθωση της
αδόκιμης, (και ως εκ τούτου δυναμένης να παρερμηνευθεί), φράσεως του κ. Α. Παπαθανασίου:
«Επί
του σταυρού, λοιπόν, έπαθε ο Θεάνθρωπος – όχι απλώς ένας άνθρωπος ονόματι
Ιησούς».Η διατύπωση αυτή πάσχει, διότι με την φράση «όχι
απλώς», αφήνει να εννοηθεί, ότι εκτός από την ανθρωπίνη φύση του
Χριστού έπαθε και κάτι άλλο. Επομένως η σωστή διατύπωση της φράσεως θα έπρεπε
να είναι «Επί του σταυρού, λοιπόν, έπαθε ο Θεάνθρωπος σαρκί»,
δηλαδή κατά την ανθρωπίνη του φύση, χωρίς μάλιστα να προσθέσει στη συνέχεια την
αδόκιμη φράση «…όχι απλώς ένας άνθρωπος ονόματι Ιησούς». Η ακούσια προφανώς παράλειψη
της πολύ σημαντικής λέξεως «σαρκί», και η προσθήκη της φράσεως
«όχι
απλώς…» αλλοιώνει όλο το νόημα της φράσεως και οδηγεί σε Θεοπασχητισμό.
Στη
συνέχεια η ως άνω αδελφότης βρίσκει άλλη κακόδοξη διατύπωση στη φράση μας: «ο
ίδιος ο Θεός δεν συμμετείχε στην οδύνη και το πάθος, διότι αν ο Θεός (δηλαδή η
Θεία Φύσις του) συμμετείχε πραγματικά, στην οδύνη και στο πάθος, τότε
οπωσδήποτε θα είχε υποστεί τροπή και αλλοίωση η Θεία Του Φύση». Κατά
την αδελφότητα: «εδώ είναι κακόδοξη όχι μόνο η όλη έννοια αλλά και η εντός παρενθέσεως
διευκρίνιση της λέξεως ‘Θεός’ με τη φράση ‘δηλαδή η Θεία Φύσις του’· διότι μια τέτοια διευκρίνιση αρνείται την ύπαρξη των
θείων Προσώπων. Με τη λέξη ‘Θεός’ δεν εννοούμε μόνο τη θεία Φύση αλλά και τα θεία
Πρόσωπα, και μάλιστα πρωτίστως τα θεία Πρόσωπα». Ταπεινώς φρονούμε, ότι
εδώ η αδελφότης πέφτει σε βασικό δογματικό λάθος. Με την λέξη «Θεός» εννοούμε
άραγε μόνο τη Θεία Φύση και τα Θεία Πρόσωπα; Όχι βέβαια. Εννοούμε τη Θεία Φύση,
τα Θεία Πρόσωπα και τις Άκτιστες Θείες Ενέργειες. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στο
«Περί θείων ενεργειών» έργο του, σημειώνει πολύ χαρακτηριστικά: «δει
ημάς ομολογείν ως άλλο μεν ουσία, άλλο δε υπόστασις, ήτοι πρόσωπον επί Θεού,
καίτι εις εστίν, εν μια ουσία και τρισίν υποστάσεσιν προσκυνούμενος Θεός. Και
άλλο μεν ουσία, άλλο δε πρόοδος, είτουν ενέργεια, ή θέλημα επί Θεού, καίτι
εις εστί Θεός, ενεργής τε και θελητικός».[3]
Στην εντός της παρενθέσεως φράση μας δεν είχαμε την πρόθεση να απαριθμήσουμε τι
εννοούμε με την λέξη Θεός, αλλά ακριβώς να αποκλείσουμε κάθε δυνατότητα πάθους
στη Θεία Φύση. Δεν μας εξηγεί όμως η ως άνω αδελφότης γιατί «εδώ είναι κακόδοξη… η όλη έννοια»
της παρά πάνω φράσεώς μας. Αποτελεί κακοδοξία, ότι κατά το πάθος η Θεία
Φύσις παρέμεινε άτρεπτη και αναλλοίωτη και ως εκ τούτου απαθής και αμέτοχος της
οδύνης του σταυρού;
Στη
συνέχεια απορρίπτει ως «αιρετική κακοδοξία που καταλύει την καρδιά του χριστολογικού μυστηρίου, και ξεπερνάει ακόμη
και τις πιο ακραίες αντιλήψεις των αιρετικών Νεστοριανών» την φράση
μας: «δεν
είναι ορθή η έκφραση: ‘πάσχει ο Χριστός’, διότι ο Χριστός είναι ο Θεάνθρωπος,
Θεός μαζί και άνθρωπος, αλλά, πάσχει η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού». Αλλά
που εντοπίζει εδώ η αδελφότητα την απαράδεκτη και ακραία Νεστοριανική
κακοδοξία; Δεν είναι ο Χριστός ο Θεάνθρωπος, Θεός μαζί και άνθρωπος; Ιδού τι
λέγει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας στην 17η Επιστολή του
προς τον Νεστόριο στον Β΄ Αναθεματισμό: «Ει τις ουχ ομολογεί, σαρκί καθ’ υπόστασιν ηνώσθαι
τον εκ Θεού Πατρός Λόγον, ένα τε είναι Χριστόν μετά της ιδίας σαρκός, τον αυτόν
δηλονότι Θεόν ομού και άνθρωπον, ανάθεμα έστω».[4]
Όποιος δεν ομολογεί, λέγει ο άγιος Πατήρ, ότι ο προαιώνιος Λόγος του Πατρός
έχει ενωθεί υποστατικά με την ανθρώπινη φύση, και ότι Αυτός είναι ο ένας
Χριστός με την σάρκα του (δηλαδή την ανθρώπινη Φύση του) και ότι ο Χριστός
αυτός είναι ο ίδιος Θεός μαζί και άνθρωπος, ας είναι αναθεματισμένος. Τα ίδια
διδάσκουν και οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες της Δ΄ εν Χαλκηδόνι (451) Οικουμενικής
Συνόδου, οι οποίοι στον δογματικό όρο τους λέγουν επί λέξει: «Επόμενοι
τοίνυν τοις θείοις Πατράσιν, ένα και τον αυτόν ομολογείν Υιόν τον Κύριον ημών
Ιησούν Χριστόν συμφώνως άπαντες εκδιδάσκομεν, τέλειον τον αυτόν εν Θεότητι και
τέλειον τον αυτόν εν ανθρωπότητι, Θεόν αληθώς και άνθρωπον αληθώς τον αυτόν εκ
ψυχής και σώματος, Ομοούσιον τω Πατρί κατά την Θεότητα και ομοούσιον τον αυτόν
ημίν κατά την ανθρωπότητα».[5]
Η παρά πάνω φράση μας ελέχθη για να αποκλειστεί η παρανόηση, ότι ναι μεν ο
Χριστός δεν έπαθε κατά την Θείαν του φύσιν, έπαθε όμως κατά την Θείαν του Υπόστασιν,
πράγμα το οποίο θα ισοδυναμούσε με Θεοπασχητική κακοδοξία. Και τούτο διότι σε
άλλο σημείο της επιστολής του ο κ. Α. Παπαθανασίου λέγει: «κατά έναν μυστήριο τρόπο, ο
ίδιος ο Θεός συμμετείχε στην οδύνη και το πάθος, χωρίς ταυτόχρονα να υφίσταται
αλλοίωση η θεία φύση του… Ο Θεός Υιός έζησε το πάθος, διότι είναι αυτός που
ενανθρώπησε». Με τις άστοχες και αδόκιμες αυτές φράσεις αφήνει να εννοηθεί
πάθος όχι στη Θεία Φύση, αλλά στη Θεία Υπόσταση του Λόγου. Διότι εάν «ο
ίδιος ο Θεός συμμετείχε στην οδύνη και το πάθος» και «ο Θεός Υιός έζησε το
πάθος», δεν το «έζησε» όμως η Θεία Φύσις, τότε αυτό σημαίνει, ότι το πάθος το
«έζησε» η Θεία Υπόστασις του Λόγου. Μπορούμε όμως να εννοήσουμε και να
αποδώσουμε πάθος σ’ αυτήν; Όχι βέβαια. Διότι η Θεία Υπόσταση του Λόγου είναι απαθής,
συναΐδια και συνάναρχη προς τις άλλες δύο Θείες Υποστάσεις, και συνεπώς άτρεπτη
και αναλλοίωτη. Ιδού τι λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ερμηνεύων
την φράση «εν αρχή ην ο Λόγος», ως προς το απαθές (και άρα άτρεπτον) της
προαιώνιας γεννήσεώς του εκ του Πατρός: «Επειδή γαρ μέλλει διδάσκειν, ότι ούτος ο
Λόγος Μονογενής εστίν Υιός του Θεού, ίνα μη παθητήν υπολάβοι τις την
γέννησιν, (διά να μην υποθέσει κανείς την γέννησιν παθητήν, δηλαδή κατά τα
ανθρώπινα μέτρα), προλαβών τη του Λόγου προσηγορία, πάσαν αναιρεί την πονηράν υποψίαν,
τότε εξ’ αυτού τον Υιόν είναι δηλών και το απαθώς, (ότι γεννάται με τρόπο
απαθή)».[6]Ο
άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον 4ο θεολογικό του λόγο «Περί
Υιού» επιβεβαιώνει τα ίδια: «Μονογενής δε (λέγεται ο Υιός), ουχ ότι
μόνος εκ μόνου και μόνον, αλλ’ ότι και μονοτρόπως, ουχ ως τα σώματα.. Λόγος δε
ότι ούτως έχει προς τον Πατέρα ως προς νουν λόγος. Ου μόνον διά το απαθές
της γεννήσεως, αλλά και το συναφές και το εξαγγελτικόν».[7]O Μέγας Αθανάσιος
σε επιστολή του ομιλεί για το αΐδιο και συνάναρχον του Υιού: «Ο
δε Θεός, αεί ων, αεί του Υιού Πατήρ εστί…Τις γαρ δύναται καν λογίσασθαι μη
είναι ποτέ το απαύγασμα, ίνα μη τολμήσας είπη μη είναι αεί τον Υιόν, ή ότι ουκ
ήν ο Υιός πριν γεννηθή;».[8]
Αλλά μήπως η Θεία Υπόσταση του Λόγου έχασε το απαθές και άτρεπτον και αΐδιον
μετά την εν χρόνω γέννησιν εκ της παρθένου; Όχι βέβαια. Τούτο αποκλείει ο
Μέγας Αθανάσιος στο λόγο του «Εις την γέννησιν του Χριστού»: «Εγένετο ό ουκ ήν και
έμεινεν ό ην. ‘Εν αρχή’ γαρ ‘ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και
Θεός ην ο Λόγος’. Σαρξ εγένετο ουκ αποθέμενος ό ην».[9]
Eάν
λοιπόν η Υπόσταση του Λόγου παρέμεινε απαθής κατά την εν χρόνω γέννηση, πώς υπέμεινε
πάθος κατά την σταύρωση; Τούτο είναι αδύνατον.Ο Θεός Λόγος προσέλαβε το πάθος,
όπως προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και τα αδιάβλητα ανθρώπινα πάθη, χωρίς όμως
να συμμετάσχει στην οδύνη του σταυρικού πάθους, διότι τούτο θα εσήμαινε τροπή
και αλλοίωση της Θείας Υποστάσεως του Λόγου. Και μόνον υπό την έννοια αυτήν
μπορούμε να κατανοήσουμε το γνωστό τροπάριο της Μεγάλης Πέμπτης: «Σήμερον
κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας…».
Τέλος
η ως άνω αδελφότης κάνει λόγον περί «Ορθοδόξου Θεοπασχητισμού» «σε αντίθεση
με τον αιρετικό Θεοπασχητισμό των Μονοφυσιτών που αποδίδουν το πάθος στη θεία
Φύση». Ο όρος «Ορθόδοξος Θεοπασχητισμός» είναι
κακόδοξος και διά τούτο απόβλητος,όχι μόνον διότι πουθενά δεν μαρτυρείται (εξ
όσων τουλάχιστον γνωρίζομεν) στην Πατερική και Κανονική μας παράδοση, αλλά και
διότι επιζητεί να αποδώσει πάθος (και συνεπώς τροπή και μεταβολή), όχι στην
Θεία Φύση, αλλά στην απαθή, άτρεπτη και αΐδια Υπόσταση του Θεού Λόγου. Ας μας
παραθέσει η ως άνω αδελφότης έστω και μια αναφορά στον καινοφανή αυτόν όρο, (με
την έννοια βέβαια του πάθους όχι στην Θεία Φύση, αλλά στην Θεία Υπόσταση του
Λόγου) μέσα από αποφάσεις Αγίων Συνόδων και συγγράμματα Αγίων Πατέρων της
Εκκλησίας μας και εμείς θα ανακαλέσουμε όλα όσα γράψαμε. Η αίρεση του «Θεοπασχητισμού»
εμφανίζεται περί τα τέλη του 5ου αιώνος και είναι συνδεδεμένη με τον
Πέτρο τον Κναφέα (μετέπειτα Πατριάρχη Αντιοχείας) και τον Σεβήρο, οι οποίοι προσέθεσαν
στον Τρισάγιο Ύμνο την Θεοπασχητική φράση «ο σταυρωθείς δι’ ημάς», όπως επίσης
και με κάποιους Σκύθες μοναχούς, τον Μαξέντιο, Αχίλλιο, Ιωάννη, Λεόντιο και Μαυρίτιο.
Η αιρετική αυτή κακοδοξία τελικά κατεδικάσθη από την Ενδημούσα Σύνοδο της
Κωνσταντινουπόλεως το 536, επί Οικουμενικού Πατριάρχου Μηνά.[10]
Συνοπτικώς:
Α)
Σε καμία απολύτως φράση του άρθρου μας δεν διακρίνεται άρνηση της υποστατικής
ενώσεως των δύο εν Χριστώ φύσεων στην Υπόσταση του Θεού Λόγου και χωρισμό των
δύο εν Χριστώ φύσεων σε δύο υποστάσεις.
Β)
Με τη λέξη ‘Θεός’ δεν εννοούμε μόνο τη Θεία Φύση και τα Θεία Πρόσωπα, αλλά και
τις Άκτιστες Θείες Ενέργειες. Στην εντός της παρενθέσεως φράση μας δεν είχαμε
την πρόθεση να απαριθμήσουμε, τι εννοούμε με την λέξη Θεός, αλλά ακριβώς να
αποκλείσουμε κάθε δυνατότητα πάθους στη Θεία Φύση.
Γ)
Η Θεία Υπόσταση του Λόγου ως απαθής, άτρεπτη, συναΐδια και συνάναρχη προς τις
άλλες δύο Θείες Υποστάσεις, παρέμεινε αμέτοχη του σταυρικού πάθους του Κυρίου
μας. Ωστόσο υπάρχουν συγκεκριμένες, άστοχες και αδόκιμες φράσεις του κ. Α. Παπαθανασίου
(«ο ίδιος ο Θεός συμμετείχε στην οδύνη και το πάθος, χωρίς ταυτόχρονα να
υφίσταται αλλοίωση η θεία φύση του», «Θεός Υιός έζησε το πάθος»), που αποδίδουν
προφανώς πάθος στην Θεία Υπόσταση του Λόγου.
Δ)
Δεν υφίσταται ο όρος «Ορθόδοξος Θεοπασχητισμός» στην Ορθόδοξη Κανονική και
Πατερική μας Παράδοση και ως εκ τούτου είναι κακόδοξος και απόβλητος.
Ο
υπεύθυνος
Αρχιμ.
Παύλος Δημητρακόπουλος
Ο
Γραμματέας
Λάμπρος
Σκόντζος Θεολόγος
[1]Παν.
Χρήστου, Καθ. Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ελληνική Πατρολογία, Εκδ. Πατρ.
Ιδρύματος Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1989, Τομ. Δ΄, σελ. 440-441.
[2]
Παν. Χρήστου, …ο.π. σελ. 440.
[3]
Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Περί Θείων
Ενεργειών και της κατ’ αυτάς μεθέξεως, Πατερικές Εκδόσεις Γρηγόριος ο
Παλαμάς, Ε.Π.Ε. 3, σελ. 134.
[4]Επιστολή 17, PG 77, 120C.
[5]
Αγίου Νικοδήμου του αγιορείτου, Πηδάλιον,
Εκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 183.
[6]
Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις
το κατά Ιωάννηνευαγγέλιον, Πατερικές Εκδόσεις Γρηγόριος ο Παλαμάς, Ε.Π.Ε.
12, σελ. 456.
[7]PG. 36, 128-129.
[8]Επιστολή
«Ότι η εν Νικαία Σύνοδος εωρακυία την
πανουργίαν των περί Ευσέβιον, εξέθετοπρεπόντως και ευσεβώς κατά της αρειανής
αιρέσεως τα ορισθέντα», PG.
25,436-437.
[9]PG. 28, 964.
Комментариев нет:
Отправить комментарий