Ὅταν κάνουμε λόγο γιά Ἐνάτη (Θ΄) Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀγαπητοί
ἀδελφοί, ἐννοοῦμε τήν Μεγάλη Σύνοδο τοῦ 1351 μ.Χ., στήν ὁποία συμμετεῖχε ὁ
ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ἡ ὁποία κατοχύρωσε τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά
τήν μέθεξη τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καί τόν ἱερό ἡσυχασμό.
Ἡ
Σύνοδος αὐτή συνεκλήθη ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Ἰωάννη Καντακουζηνό καί σέ αὐτήν προήδρευσε
ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κάλλιστος, μαθητής τοῦ ἡσυχαστοῦ ἁγίου Γρηγορίου
τοῦ Σιναΐτου, καί παρευρέθηκαν πολλοί ἡσυχαστές Πατέρες. Στά Πρακτικά τῆς
Συνόδου περιελήφθησαν καί οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τοῦ 1341 καί 1347 μ.Χ., οἱ
ὁποῖες καταδίκασαν τόν Βαρλαάμ καί τόν Ἀκίνδυνο καί ἔτσι οἱ ἀποφάσεις εἶναι κατά
πάντα Ὀρθόδοξες.
Ἡ
Σύνοδος αὐτή εἶναι Οἰκουμενική, πρῶτον, γιατί ἔχει ὅλες τίς κανονικές προϋποθέσεις
μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου∙ δεύτερον, γιατί τό θέμα μέ τό ὁποῖο ἀσχολήθηκε, ὅτι
ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη, εἶναι συνέχεια τῆς Ἕκτης (ΣΤ΄) Οἰκουμενικῆς Συνόδου,
τήν ὁποία μνημονεύει στά Πρακτικά της∙ καί τρίτον, γιατί οἱ ἀποφάσεις της
συμπεριελήφθησαν στό «Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας», μαζί μέ τίς ἀποφάσεις τῆς
Ἑβδόμης (Ζ΄) Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ὅπως γνωρίζουμε τό «Συνοδικό τῆς
Ὀρθοδοξίας» διαβάζεται τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἄλλωστε, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία καθόρισε
νά ἑορτάζεται ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τήν Β΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, μετά τήν
Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, σημαίνει ὅτι ἀναγνωρίζει τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ
ὡς μεγάλο θεολόγο, τοῦ ὁποίου ἡ θεολογία κατοχυρώθηκε Συνοδικά μέ τήν Σύνοδο
τοῦ 1351 μ.Χ., ὅπως ἔγινε καί μέ τίς προηγούμενες Συνόδους (1341-1347).
Γενικά,
στήν συζήτηση πού ἔγινε μεταξύ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν ἄλλων φιλοσοφούντων
ἀντιησυχαστῶν θεολόγων φανερώθηκαν μερικές ἀλήθειες πού εἶναι κοινό κτῆμα τῶν
Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας. Θά μνημονεύσω μερικές ἀπό
τίς ἀλήθειες αὐτές.
Ἡ
πρώτη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ Θεός ἔχει οὐσία καί ἐνέργεια. Κάθε οὐσία φανερώνεται διά
τῆς ἐνεργείας της, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό τήν οὐσία. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη
καί ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη. Τά Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος
μετέχουν τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ἐμεῖς μετέχουμε τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός
ἀποστέλλει τήν ἐνέργειά Του στήν κτίση, ὅπως ὁ ἥλιος στέλλει τήν ἐνέργειά του
στόν κόσμο. Ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ λαμβάνει διάφορα ὀνόματα, ἀνάλογα μέ τά
ἀποτελέσματα πού δημιουργεῖ, δηλαδή λέγεται οὐσιοποιός, ζωοποιός, σοφοποιός,
ὅπως ἐπίσης χαρακτηρίζεται καθαρτική, φωτιστική, θεοποιός ἐνέργεια. Ὅλη ἡ κτίση
μετέχει ἀναλόγως τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.
Ἡ
δεύτερη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὅσοι εἶναι καθαροί στήν καρδιά ἔχουν τήν δυνατότητα νά
δοῦν τόν Θεό ὡς Φῶς. Ἄλλο εἶναι τό αἰσθητό φῶς πού βλέπει κανείς μέ τήν αἴσθηση
καί ἄλλο εἶναι τό Φῶς τοῦ Θεοῦ πού εἶναι πάνω ἀπό κάθε αἴσθηση, τό ὁποῖο βλέπει
ὁ καθαρός νοῦς μέ τήν αἴσθηση, ἀφοῦ καί τό σῶμα μεταλαμβάνει αὐτήν τήν ὑπέρ
νοῦν καί ὑπέρ αἴσθηση ἐμπειρία. Τό Φῶς πού εἶδαν οἱ Μαθητές στό Ὄρος Θαβώρ
εἶναι τό Φῶς τῆς θεότητος, καί εἶναι ἀνώτερο ἀπό τήν λογική γνώση τῶν φιλοσόφων.
Ὅλη ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καρπός ἐμπειρίας, εἶναι
ἀποτέλεσμα ὁράσεως τοῦ Χριστοῦ μέσα στό Φῶς καί δέν εἶναι μιά λογική γνώση,
ἀποτέλεσμα φιλοσοφικῆς γνώσης.
Ἡ
τρίτη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά νά δῆ κανείς τό Φῶς τοῦ Θεοῦ,
δηλαδή νά μετάσχη τῆς ἐνεργείας Του καί ὄχι τῆς οὐσίας Του, εἶναι ἡ κάθαρση τῆς
καρδιᾶς, ἡ νοερά καρδιακή προσευχή, ἡ συμμετοχή τοῦ σώματος στήν ἀσκητική ζωή, μέ
τήν νηστεία, τήν ἄσκηση, τήν ἀγάπη καί τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Ὅλη αὐτή
ἡ ἀσκητική προσπάθεια, κατά τήν ὁποία ἐνεργεῖ ὁ Θεός καί συνεργεῖ ὁ ἄνθρωπος λέγεται
ἱερός ἡσυχασμός. Αὐτό ἔζησαν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες, αὐτό
ἐδίδαξε ὁ Χριστός.
Ἡ
τέταρτη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία καταδικάζοντας τίς ἀπόψεις τοῦ Βαρλαάμ,
ὅπως καί τῶν ἄλλων ὁμοφρόνων του, στήν πραγματικότητα κατεδίκασε τήν δυτική θεολογία,
τόν σχολαστικισμό, ἡ ὁποία ὑποστήριζε ὅτι οἱ φιλόσοφοι εἶναι ἀνώτεροι ἀπό τούς
Προφῆτες, διότι οἱ φιλόσοφοι ἀνέπτυσσαν τίς φιλοσοφίες τους μέ τήν λογική, ἐνῶ
οἱ Προφῆτες ἔβλεπαν ἐξωτερικές ἐλλάμψεις πού ἦταν κτιστές καί δαιμονικές. Οἱ
ἀπόψεις τῶν ἀντιησυχαστῶν προέρχονταν κυρίως ἀπό τήν φιλοσοφία τοῦ Πλάτωνα,
εἶχαν ἐπηρεασθῆ, δηλαδή, ἀπό τήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία. Αὐτό θεωρεῖται
αἵρεση, γιατί οἱ Προφῆτες ἔβλεπαν τόν ἄσαρκο Λόγο καί οἱ Ἀπόστολοι ἔβλεπαν τόν
σεσαρκωμένο Λόγο καί ἦταν ἀνώτεροι ἀπό τούς φιλοσόφους.
Τελικά,
ἡ θεολογία πού ἀναπτύχθηκε ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ εἶναι θεολογία τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Καί ὁ ἱερός ἡσυχασμός, ὡς κάθαρση τῆς καρδιᾶς καί φωτισμός
τοῦ νοῦ πού ὁδηγεῖ στήν θέωση, εἶναι ὁ πυρήνας τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας, εἶναι ἡ
προϋπόθεση θεολογήσεως ὅλων τῶν ἁγίων Πατέρων, εἶναι ἡ βάση ὅλων τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Αὐτό
δείχνει ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες στίς Οἰκουμενικές Συνόδους θεολόγησαν γιά τό ὅτι ὁ
Χριστός εἶναι ἀληθινός Θεός, ὅτι στόν Χριστό ὑπάρχουν δύο φύσεις, θεία καί
ἀνθρωπίνη, οἱ ὁποῖες ἐνεργοῦν «ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως»
στήν ὑπόστασή Του, ὅτι στόν Χριστό ὑπάρχουν καί δύο θελήσεις, θεία καί
ἀνθρωπίνη, ὁπότε ἡ ἀνθρωπίνη θέληση ἀκολουθεῖ τήν θεία θέληση. Ἐπίσης, δείχνει
ὅτι οἱ ἅγιοι διά τοῦ ἱεροῦ ἡσυχασμοῦ πού συνιστᾶ τήν ὀρθόδοξη μεθοδολογία,
ἔφθασαν στήν θεωρία-θέα τοῦ Χριστοῦ, εἶδαν τόν Χριστό καί στήν συνέχεια
κατέγραψαν θεοπνεύστως αὐτήν τήν ἐμπειρία.
Ἑπομένως,
ὅλη ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καρπός ἐμπειρίας, εἶναι ἀποτέλεσμα ὁράσεως τοῦ
Χριστοῦ μέσα στό Φῶς καί δέν εἶναι μιά λογική γνώση, ἀποτέλεσμα φιλοσοφικῆς
γνώσης.
Ἀγαπᾶμε
τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἐπειδή μέ τήν θεοπτική ἐμπειρία του καί τούς θεόπνευστους
ἀγῶνες του ἀνέδειξε τήν βάση τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας, ἐξέφρασε τήν ἐμπειρία τῶν
Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, πού εἶναι ἡ θέα τοῦ Λόγου στήν
ἀνθρώπινη φύση Του.
Ὅλα
αὐτά δέν πρέπει νά μένουν σέ θεωρητικό ἐπίπεδο, ἀλλά πρέπει νά τά ζοῦμε
ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι: «ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (Ἰω.
ιδ΄, 6).
Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ
Комментариев нет:
Отправить комментарий